- ἀπόκηρος
- ἀπόκηρος, ([etym.] κήρ)A free from fate or death, prob.l. in Emp.147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόκηρος — ἀπόκηρος, ον (Α) όποιος δεν υπόκειται στο μοιραίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κηρ, κηρός «θάνατος»] … Dictionary of Greek